λαρός

λαρός
λᾱρός, όν, poet. Adj.
A pleasant to the taste, dainty, sweet, in Hom. always of taste,

λαρὸν παρὰ δεῖπνον ἔθηκας Il.19.316

;

λαρὸν τετυκοίμεθα δόρπον Od.12.283

, 14.408; λαρόν τέ οἱ αἷμ' ἀνθρώπου sweet to it [the fly] is the blood of man, Il.17.572;

μέθυ λαρόν A.R.1.456

: [dialect] Ep. [comp] Sup.

λαρώτατος, οἶνος Od.2.350

: [comp] Comp. λαρότερον as Adv., Simon. 183.10.
2 pleasant to the smell,

ἀϋτμή Mosch.2.92

;

ἄνθεα λαρὰ φύοις IG14.1362

;

λαρὸν ὄδωδεν D.P.936

.
3 pleasant to the eye, lovely, AP9.525.12; ἄνθεμαλ. ib.15.11 = IG12(1).783 ([place name] Lindos).
4 pleasant to the ear, sweet to hear,

ἔπος A.R.3.933

, AP7.602 (Agath.); λαρὰ φθέγξατο Βακχυλίδης ib.9.571;

λ. χείλεα

uttering sweet sounds,

APl.4.226

(Alc.). [As ?λαρόςX ?λαρόςX can always be substituted for λᾱ- in Hom. and the [comp] Sup. is -ώτατος, λᾱρός is prob. [var] contr. fr. λᾰᾰρός or λᾰερός (this perh. fr. λαϝ-, cf. ἀπο-λαύω).]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαρός — λαρός, όν (Α) ευχάριστος στη γεύση, στην οσμή, στην όψη ή στην ακοή (α. «λαρώτατος οἶνος», Ομ. Οδ. β. «λαρὸν ἔπος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο υπερθετικός τού επιθ. λᾱρώτατος με το ω τής κατάλ. αφήνει να εννοηθεί ότι το α τού τ. θα πρέπει στην… …   Dictionary of Greek

  • λάρος — sea mew masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρος — ο (AM λάρος) είδος θαλάσσιου πτηνού, ο γλάρος («σεύατ ἔπειτ ἐπὶ κῡμα λάρῳ ὄρνιθι ἑοικώς», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. μτφ. (για δημαγωγό, ιδίως για τον Κλέωνα) άπληστος («λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. ανόητος, μωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Για… …   Dictionary of Greek

  • λαρός — λᾱρός , λαρός pleasant to the taste masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαρός, Γιόχαν — (Johann Laroche, Μπρατισλάβα 1745 – Βιέννη 1806). Γερμανός ηθοποιός του θεάτρου. Το όνομά του συνδέθηκε άρρηκτα με τον σκηνικό ήρωα Κάσπερλ, με τον οποίο κατέληξε να ταυτιστεί. Ο Κάσπερλ αποτελούσε τυπική μορφή της αυστριακής λαϊκής κωμωδίας. Στο …   Dictionary of Greek

  • λάρε — λάρος sea mew masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάροι — λάρος sea mew masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάροις — λάρος sea mew masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρον — λάρος sea mew masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρου — λάρος sea mew masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρους — λάρος sea mew masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”